Εξειδικευμένες Διαγνωστικές Δοκιμασίες
Η Νευρολογική Κλινική Εκτίμηση περιλαμβάνεται σε όλα τα εμπεριστατωμένα πρωτοκόλλα αξιολόγησης και φροντίδας ασθενών που εφαρμόζονται από πιστοποιημένους ειδικούς του NIA. Οι ασθενείς και οι φροντιστές τους συζητούν με τον επαγγελματία υγείας και παρέχουν ένα εκτενές ιστορικό σχετικά με ενεργά και παρελθόντα συμπτώματα και θεραπείες. Προκειμένου να υπάρχει περισσότερος χρόνος για συζήτηση διαγνώσεων και προγραμματισμού μελλοντικών ενεργειών, αρκετές ερωτήσεις απαντώνται εκ των προτέρων μέσω δομημένων ερωτηματολογίων. Αφού ληφθούν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες, οι κλινικοί μας εξετάζουν τους ασθενείς και εκτιμούν υπάρχοντα εργαστηριακά ευρήματα προκειμένου να παρέχουν συγκεκριμένη διάγνωση και, αν ενδείκνυται, να συστήσουν εξετάσεις ή θεραπείες.
Ο νευροψυχολογικός έλεγχος περιλαμβάνει την διενέργεια μιας ή περισσότερων τυποποιημένων δοκιμασιών σε χαρτί ή σε ηλεκτρονικές συσκευές (π.χ., tablet) που εκτιμούν τις νοητικές ικανότητες των ανθρώπων όπως η μνήμη, οι επιτελικές λειτουργίες (οργάνωση σκέψης), οι οπτικοχωρικές δεξιότητες, και ο λόγος. Εφαρμόζεται στη διάγνωση νοητικών διαταραχών, εκτιμώντας τις παρούσες νοητικές ικανότητες του ανθρώπου και συγκρίνοντάς τες με τις προηγούμενες, ενώ βοηθά και στην εκτίμηση της αποτελεσματικότητας θεραπειών και των πιθανών παρενεργειών τους. Αποτελεί βασικό τμήμα των διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών για την εκτίμηση νοητικών συμπτωμάτων μέσα από διεπιστημονικά διαγνωστικά πρωτόκολλα.
Το MSLT είναι εξέταση που διενεργείται στο εργαστήριο κατά την διάρκεια της ημέρας μετά από ολονύκτιο πολυϋπνογράφημα, ή πέντε εικοσάλεπτες ευκαιρίες στους ασθενείς για να αποκοιμηθούν. Εκτιμά ανθρώπους με υπερβολική υπνηλία κατά την διάρκεια της ημέρας, βοηθώντας στη διάγνωση συνδρόμων κεντρικής υπερυπνίας, όπως η ναρκοληψία, και αφού αποκλειστούν πιο συχνές αιτίες υπερβολικής υπνηλίας κατά την ημέρα, όπως η υπνική άπνοια ή οι παρενέργειες φαρμάκων.
Το MWT είναι εξέταση που διενεργείται στο εργαστήριο κατά την διάρκεια της ημέρας μετά από ολονύκτιο πολυϋπνογράφημα, και κατά το οποίο καλούνται οι ασθενείς να παραμείνουν σε εγρήγορση κατά την διάρκεια τεσσάρων σαραντάλεπτων δοκιμασιών αφού έχουν ύ έχουν αποκλειστεί άλλες αιτίες υπερβολικής υπνηλίας κατά την διάρκεια της ημέρας. Επιβεβαιώνει εάν οι άνθρωποι που χειρίζονται οχήματα ή βαρέα μηχανήματα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκοιμηθούν κατά την εργασία τους, θέτοντας τον εαυτό τους και άλλους σε κίνδυνο λόγω πιθανών εργασιακών ατυχημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθάει στην εκτίμηση της αποτελεσματικότητας θεραπειών που δίνονται για την αντιμετώπιση της υπερβολικής υπνηλίας κατά την διάρκεια της ημέρας.
Το ΗΕΓ είναι μια διαγνωστική μελέτη που διενεργείται είτε στο εργαστήριο είτε στο σπίτι και βοηθά στην εκτίμηση πιθανών επιληπτικών κρίσεων ή επιληψίας μέσα από την καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου. Η εγκεφαλική δραστηριότητα καταγράφεται με την χρήση ηλεκτροδίων που τοποθετούνται στην επιφάνεια της κεφαλής. Ο ειδικός ιατρός που συστήνει την εξέταση αποφασίζει εάν το ΗΕΓ πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τον ύπνο ή την εγρήγορση σε ηρεμία, ή με τον ασθενή να κινείται ελεύθερα στο εργαστήριο ή το σπίτι. Ένα ΗΕΓ μπορεί να διαρκεί από 30 λεπτά έως αρκετές ημέρες. Οι παρατεταμένες καταγραφές μπορούν να εφαρμοστούν στο σπίτι ή στο εργαστήριο, και συνήθως συνοδεύονται από καταγραφή με video (video-ΗΕΓ). Ενίοτε ζητείται από τους ασθενείς να εστιάσουν σε φώτα που αναβοσβήνουν ή να πάρουν βαθιές αναπνοές κατά τη διάρκεια του ΗΕΓ προκειμένου να αποκαλυφθεί πιο εύκολα όποια διαταραχή της εγκεφαλικής δραστηρίοτητας. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας είναι πιθανό ασθενείς να βιώσουν άλλη μια από τις επιληπτικές τους κρίσεις. Δεν υπάρχουν παρενέργειες από το ΗΕΓ, πέρα από το ότι πρέπει να καθαρίζεται η κεφαλή από την κρέμα αγωγιμότητας.
Η ακτιγραφία είναι ένα διαγνωστικό εργαλείο που εκτιμά την ποσότητα της δραστηριότητας των ανθρώπω κατά την διάρκεια πολλών ημερών, συνήθως για μία με δύο εβδομάδες. Βασίζεται σε ειδικές συσκευές καταγραφής της κίνησης, τους ακτιγράφους, και οι οποίες τοποθετούνται στον καρπό σαν ρολόι και καταγράφουν την επιτάχυνση των κινήσεων. Τα αποτελέσματα της ακτιγραφίας αντιπροσωπεύουν έμμεσα την κατανομή του ύπνου και της εγρήγορσης στην καθημερινότητα.
Το EMG-NCV είναι μια διαγνωστική δοκιμασία που εφαρμόζεται στο εργαστήριο και εξετάζει τη λειτουργική ακεραιότητα των νεύρων και των μυών για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της προόδου νευρομυϊκών διαταραχών και νόσου κινητικού νευρώνα. Κατά την εξέταση NCV μικρά ηλεκτρόδια τοποθετούνται πάνω ή μέσα στο δέρμα και ερεθίζουν τα νεύρα για την εκτίμηση της φυσιολογικής τους λειτουργίας. Κατά το EMG λεπτά ηλεκτρόδια με μορφή βελόνας διαπερνούν το δέρμα για να φτάσουν στους μύες και ελέγχουν τη λειτουργία των μυών καταγράφοντας την αυθόρμητη ηλεκτρική τους δραστηριότητα. Είναι δυνατό να υπάρξει δυσφορία κατά την εισαγωγή της βελόνας ή κατά τον ερεθισμό των νεύρων. Ένα EMG-NCV διαρκεί περίπου 30 λεπτά στις περισσότερες περιπτώσεις, αν και πιο λεπτομερής εξέταση μπορεί να απαιτεί περισσότερο χρόνο όταν εξετάζονται πολλά σημεία του σώματος.
Οι εξετάσεις αίματος είναι μέρος των περισσότερων διαγνωστικών εκτιμήσεων. Κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης αίματος οι άνθρωποι υπόκεινται σε αιμοληψία από μια φλέβα ή μια αρτηρία, και στη συνέχεια το αίμα αποστέλλεται σε εξειδικευμένα εργαστήρια για χημικές αναλύσεις. Η επιλογή των χημικών αναλύσεων εξαρτάται από την νευρολογική κλινική εξέταση και τα διαθέσιμα εργαστηριακά αποτελέσματα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάζεται να εκτιμηθεί το υγρό που περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, και το οποίο αποκαλείται εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ). Η εκτίμηση αυτή γίνεται διότι βιοδείκτες του ΕΝΥ μπορούν να επιβεβαίωσουν συγκεκριμένες εγκεφαλικές διαταραχές, όπως φλεγμονώδεις (π.χ., Σκλήρυνση κατά Πλάκας), λοιμώδεις, ορισμένοι τύποι καρκίνου, και νευροεκφυλιστικές νόσοι, ή όταν η διαταραγμένη πίεση του ΕΝΥ μπορεί να συμβάλλει σε συμπτώματα. Το ΕΝΥ λαμβάνεται μέσω οσφυονωτιαίας παρακέντησης, κατά την οποία οι ασθενείς είτε κάθονται σκυμμένοι είτε βρίσκονται ξαπλωμένοι στο πλάι, και μια βελόνα διέρχεται της οσφυικής μοίρας μετά από τοπική αναισθησία. Η πιο συχνή παρενέργεια της διαδικασίας στο ένα τρίτο των ασθενών είναι πονοκέφαλος που επιδεινώνεται στην όρθια θέση και ο οποίος συνήθως διαρκεί λιγότερο από δύο ώρες. Σπάνιες παρενέργειες περιλαμβάνουν λοίμωξη ή τοπικό αιμάτωμα. Οι κλινικοί γιατροί που διενεργούν τη διαδικασία παρέχουν συγκεκριμένες συστάσεις για το πώς να αντιμετωπιστούν πιθανές παρενέργειες.